-
1 полноправный
επ., βρ: -вен, -вна, -оπου έχει πλήρη δικαιώματα•полноправный гражданин πολίτης με πλήρη δικαιώματα.
-
2 член
1. (организации, общества, объединения и т.п) το μέλος- του κοινοβουλίου, ο βουλευτής2. грам. το μέρος, το άρθρο 3. мат. о όρ/ος- - множества το μέλος του συνόλου 4. анат. το μόριο(половой) το ανδρικό γεννητικό μόριο, το πέοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > член